Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ся βάζω υποψηφιότητα

  • 1 выставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ•

    выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.

    2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•

    -щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.

    || μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.
    3. προβάλλω, προεκβάλλω•

    грудь προτείνω το στήθος.

    4. βάζω, εκθέτω•

    выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•

    выставить требования βάζω τα αιτήματα.

    5. τοποθετώ•

    выставить охрану βάζω φρουρά•

    выставить часовых βάζω σκοπούς.

    6. παρουσιάζω, παραστοάνω•

    выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•

    выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.

    7. εγγράφω•

    выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.

    8. παοατάσσω•

    выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•

    выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•

    выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.

    βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•

    из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > выставить

  • 2 баллотировать

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллотировать

  • 3 баллотироваться

    баллотир||оваться
    (βάζω) ὑποψηφιότητα, ψηφίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > баллотироваться

  • 4 баллотироваться

    [μπαλλατίραβατσα] ρ. βάζω υποψηφιότητα

    Русско-греческий новый словарь > баллотироваться

  • 5 баллотироваться

    [μπαλλατίραβατσα] ρ βάζω υποψηφιότητα

    Русско-эллинский словарь > баллотироваться

  • 6 баллотировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.μ.
    ψηφίζω.
    βάζω υποψηφιότητα. || ψηφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > баллотировать

  • 7 баллотироваться

    баллотироваться βάζω (или υποβάλλω) υποψηφιότητα
    * * *
    βάζω ( или υποβάλλω) υποψηφιότητα

    Русско-греческий словарь > баллотироваться

  • 8 выставлять

    выставлять
    несов
    1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:
    \выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·
    2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:
    \выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·
    3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:
    \выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·
    4. (на выставке) ἐκθέτω:
    \выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ
    5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:
    \выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·
    6. (проставлять) θέτω, βάζω:
    \выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·
    7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:
    \выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα.

    Русско-новогреческий словарь > выставлять

  • 9 предлагать

    предлагать
    несов
    1. προτείνω:
    \предлагать свой услу́гя προσφέρομαι νά βοηθήσω· \предлагать новый проект προτείνω νέο σχέδιο· \предлагать кандидатуру προτείνω τήν ὑποψηφιότητα· \предлагать тост за кого́-л. ἐγείρω πρόποσιν ὑπέρ, κάνω πρόποση γιά κάποιον \предлагать вниманию παρουσιάζω· \предлагать кому́-л. высказаться καλώ κάποιον νά πεῖ τήν γνώμη του· \предлагать задачу βάζω πρόβλημα·
    2. (предписывать) ὁρίζω, προτείνω· ◊ \предлагать ру́ку (и сердце) κάνω πρόταση γάμου.

    Русско-новогреческий словарь > предлагать

  • 10 перебаллотировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. βάζω, θέτω ξανά σε ψηφοφορία.
    ξαναβάζω υποψηφιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > перебаллотировать

См. также в других словарях:

  • υποψηφιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποψήφιος 2. φρ. «υποβάλλω [ή θέτω ἡ βάζω] υποψηφιότητα» συμμετέχω σε ψηφοφορία ως υποψήφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποψηφιότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»